στομφολογώ

στομφολογώ
στομφολογῶ, -έω, ΝΑ
στομφάζω, καυχησιολογώ, μεγαληγορώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος + -λογῶ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • στομφάζω — ΝΑ [στόμφος] μιλώ με στόμφο, στομφολογώ, καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαληγορώ αρχ. 1. μιλώ με γεμάτο, με μπουκωμένο στόμα 2. χρησιμοποιώ τραχιά, άξεστη διάλεκτο 3. αισθάνομαι μούδιασμα στο στόμα, όπως όταν τρώω κάτι ξινό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”